πλεξιά

πλεξιά
(I)
η, Ν
η ενέργεια τού πλέκω, πλέξιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέξη + κατάλ. -ιά].
————————
(II)
η, Ν
κολύμβηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέγω (Ι) «επιπλέω, κολυμπώ» + κατάλ. -ιά (βλ. λ. πλέγω [Ι])].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ονειροπλεξία — ὀνειροπλεξία, ἡ (Μ) πλοκή ονείρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρον + πλεξία (< πλεκτος < πλέκω)] …   Dictionary of Greek

  • ορθοπλεξιά — η το ορθό κολύμπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πλεξιά «πλεύση»] …   Dictionary of Greek

  • πλέξιμο — (I) το, Ν 1. η ενέργεια τού πλέκω, η πλέξη 2. (ειδικότερα) (υφαντ.) η παραγωγή ενός υφάσματος κατά την οποία χρησιμοποιείται ένα συνεχές νήμα ή σύνολο νημάτων που σχηματίζει σειρά από θηλειές, συνδεδεμένες μεταξύ τους 3. φρ. «πλέξιμο δικτυωτού»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”